Share |

Θεέ του ουρανού και του παντός,

αυτείν’ οι γραμματισμένοι,

αυτείν’ οι πολιτισμένοι,

έκαμαν και κάνουν αυτά τα λάθη…

Στρατηγός ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ


Expedia

Δευτέρα 4 Σεπτεμβρίου 2017

Vassilis Tsabropoulos : Η ατάλαντη διαδικασία αξιοποίησης του ταλέντου

Το να παίξει κάποιος πιάνο ή οποιοδήποτε μουσικό όργανο σε επίπεδο που να αγγίζει την τελειότητα, έστω και αν είναι φευγαλέα και ανύπαρκτη έννοια ειδικά στο χώρο της τέχνης, παραμένει σε μεγάλο βαθμό μια μηχανική διαδικασία, η οποία  εξελίσσεται σταδιακά μέσα από εκατοντάδες κανόνες, συγκεκριμένους τρόπους μελέτης, πολύ χρόνο, σωστή καθοδήγηση, αφοσίωση, υπομονή και επιμονή. Αν κάποιος τηρήσει όλες αυτές τις δεσμεύσεις  έχοντας ως αρχική και θεμελιώδη προϋπόθεση την ύπαρξη ταλέντου, απρόσκοπτης κλίσης και καθαρά συνειδητής προσωπικής επιλογής, τότε σίγουρα θα καταφέρει να φθάσει στο στόχο του, την επίτευξη του ευκταίου αποτελέσματος της σχετικής "τελειοτητας". Από αυτή την προσέγγιση, εφόσον υπάρχει το κλειδί που ξεκλειδώνει και ορίζει μέθοδο επίτευξης του αποτελέσματος αναιρείται η ύπαρξη της δυσκολιας. Παύει δηλαδή να έχει το μέγεθος εκείνο που θα την έκανε απόρθητη, ανυπέρβλητη, ανίκητη ή έστω απροσπέλαστη. 

Είναι αλήθεια πως υπάρχουν πολλοί καλλιτέχνες που θεοποιούν την δυσκολία, πολλοί άνθρωποι που έλκονται από αυτήν και τη θαυμάζουν μόνο γιατί αισθάνονται νικητές όταν την υπερβαίνουν. Με αυτόν τον τρόπο, μοιάζει να ακυρώνεται το θαύμα της μοναδικότητας της γέννησης της μουσικής ως προϋπόθεση ψυχής και ήχου αναγνώρισης των μύχιων προθέσεων του ανθρώπου, καθώς μοιάζει η μοίρα του να εξαρτάται από μια βαρετή και μη ουσιώδη πλέον διαδικασία άσκοπης επαναληψιμότητας· διαδικασία του εργαστηρίου, που πάντα οφείλει να καταλήγει στο ίδιο αποτέλεσμα εφόσον τηρείται η "συνταγή", οι συγκεκριμένες αναλογίες των στοιχείων που συνθέτουν την επαλήθευση του κανόνα. Ζητούμενο μοιάζει να είναι η διαρκής επαλήθευση του κανόνα. Εκεί, εκ του ασφαλούς πλέον, στηρίζεται η φιλοδοξία και η προσδοκία των καλλιτεχνών να ανελιχθούν στις υψηλές κορυφές της τέχνης, δαμάζοντας τις δυσκολίες των έργων και κομίζοντας "φως" στο κοινό τους μέσα από την "ανιδιοτελή" τους προσφορά, πάντα στο βωμό της μουσικής.

Αλλά πότε υπήρξε θυσιαστική σχέση εκ του ασφαλούς; Πότε υπήρξε ειλικρινής, ανιδιοτελής αγάπη εκ του ασφαλούς; Πότε υπήρξε δρόμος αλήθειας με συγκεκριμένη  συνταγογράφηση κανόνων και απλή διαδικασία αναπαραγωγής τους; Τι θα μπορούσε να κερδίσει ο νάρκισσος άνθρωπος μέσα από αυτή τη διαδικασία; Ποιος θα εξακολουθούσε, απο όλους τους επώνυμους μουσικούς του κόσμου, να "αγαπά" αν θα έπρεπε να εμφανίζεται χωρίς ανταπόδοση; Ποιος θα ενδιαφερόταν για τον μουσουργό που δήθεν υπηρετεί πιστά και μιλά για εκείνον, αν δεν υπήρχε το πολυπληθές ακροατήριο να τον στέψει νικητή αποθεώνοντάς τον με χειροκρότημα; 

Ελάχιστοι -ίσως κανείς- δεν θα έμενε πιστός στο ταλέντο που του έχει δοθεί. Γιατί λίγοι το αγαπούν, λίγοι αναγνωρίζουν τον λόγο που έχουν δεχθεί το ταλέντο τους. Ο λόγος δεν είναι η επιτυχία, η αναγνώριση, ο πλούτος, η δόξα. Δεν είναι αυτή η "αξιοποίηση" του ταλέντου. Ποτέ το δώρο του χαρίσματος δεν έχει αυτόν τον προορισμό. Το ταλέντο είναι φάρμακο ουρανού για τον συνάνθρωπο, συντελεί στην ίαση των ψυχών, στον επαναπροσδιορισμό του ανθρώπου στη γη βλέποντας δίπλα του το υπερβατό, το θαυμαστό, το μη συνηθισμένο, το δοθέν ταλαντο. Είναι απόδειξη -ίσως από τις πιο ηχηρές που ο άνθρωπος μπορεί να λάβει- πως ο Δημιουργός του τον αγαπά, τον τιμά με τη γενναιοδωρία Του, του εμπιστεύεται υπερπολύτιμα υλικά να αξιοποιήσει. Αυτή η μελέτη της καρδιακής αγάπης για το χάρισμα υπερβαίνει κάθε Ακαδημία, κάθε διαγωνισμό, κάθε καριέρα, κάθε δόξα προσωρινή. Είναι η κλίμακα που ο μεγαλύτερος βιρτουόζος δεν θα μπορέσει να παίξει, όσο και αν προσπαθήσει.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΛΙΣΤΑ ΙΣΤΟΛΟΓΙΩΝ

Η «ΣΠΙΘΑ» άναψε για τη Νέα Ελλάδα
Ο Μίκης Θεοδωράκης, στο κατάμεστο αμφιθέατρο του Ιδρύματος Μιχάλη Κακογιάννη, άναψε χθες (1 Δεκεμβρίου 2010) τη «ΣΠΙΘΑ» του ΚΑΘΑΡΤΗΡΙΟΥ ΚΑΙ ΠΛΑΣΤΟΥΡΓΟΥ ΠΥΡΟΣ για ΤΗ ΝΕΑ ΕΛΛΑΔΑ.
Κώστας Τσιαντής


«…ανέστιος ειν’, που χαίρεται αν ξεσπάσει
ανάμεσα σε φίλους και δικούς ξέφρενη αμάχη.»
Όμηρος (Ι, 63-64)


Του Ηλία Σιαμέλου (Από antibaro 7/12/2010)

Όντας περαστικός, είπα, το βλέφαρό μου για λίγο ν’ ακουμπήσω στου διαδικτύου τις φιλικές ιστοσελίδες! Να δω τα εκθέματα της σκέψης των πολλών, ν’ ακούσω τις ιαχές τους. Όμως άλλα είδαν τα μάτια μου στο θαμποχάρακτο κατώφλι τους. Ο ένας κρατάει την πύρινη ρομφαία, ο άλλος κοντάρια και παλούκια και πιο πέρα ο φίλος τρίβει την τσακμακόπετρά του, εκεί απόκοντα, στις νοτισμένες αναφλέξεις του συστήματος.
-Ω, είπα, ω θεληματάρικα παιδιά, που παίζετε κρυφτό, στα πιο ρηχά σοκάκια ενός εξωνημένου καθεστώτος. Κύματα, κύματα έρχονται τα λόγια σας με θόρυβο και φεύγουν. Δεν έχουν φτερά, δεν έχουν μέσα τους τούς ήχους των πονεμένων.
Μόνο να, κατηγόριες, κατηγόριες, και λόγια επικριτικά από ανθρώπους που εμφανίζονται σαν οι μοναδικοί κάτοχοι της αλήθειας. Κι όλα αυτά, τούτη τη μαύρη ώρα της γενικευμένης υπνογένειας! Δε μπορεί, είπα, κάπου θα υπάρχει η συζυγία των ψυχών, κάπου το πάρτι της στενοποριάς θα πάρει τέλος.
Μα τι θέλω να πω; Για ποιο πράγμα τόση ώρα τσαμπουνάω; Ναι, ναι, μα για του λύκου το χιονισμένο πέρασμα μιλάω ! Μια κίνηση έκανε ο Μίκης Θεοδωράκης και πέσανε όλοι πάνω του για να τον φάνε. Και δε ρίχτηκαν πάνω του οι οχτροί, δεν όρμησε πάνω του της Νέας Τάξης η αρμάδα. Όρμησε το ίδιο το περιοδικό «Ρεσάλτο»! Όρμησε το μετερίζι εκείνο που στις σελίδες του την άστεγη ψυχή μας τόσα χρόνια είχαμε αποθέσει!

Είμαι στο Κοιμητήριο, δίπλα στον τάφο της γυναίκας μου. «Ερευνώ πέρα τον ορίζοντα και, σκύβοντας προσπαθώ με τα δάχτυλα να καθαρίσω την πλάκα του τάφου νάρθει ν’ ακουμπήσει η σελήνη…»*. Ναι, εκείνη μου το έλεγε: Πρόσεχε, πρόσεχε τον κόσμο μας. Πρόσεχε τους ανθρώπους, ενώ μου απάγγελνε με δάκρυα τους στίχους του αγαπημένου της ποιητή : «Αυτός αυτός ο κόσμος /ο ίδιος κόσμος είναι… Στη χάση του θυμητικού / στο έβγα των ονείρων … Αυτός ο ίδιος κόσμος / αυτός ο κόσμος είναι. Κύμβαλο κύμβαλο / και μάταιο γέλιο μακρινό!»…**
Σκέφτομαι, σκέφτομαι κι άκρη δε βρίσκω. «Τελικά αυτή η άμυνα που θα μας πάει, σαν μας μισήσουνε κι’ οι λυγαριές;»** *

Ναι, στο τέλος θα μισήσουμε τον ίδιο μας το εαυτό ή θα τρελαθούμε. Δε γίνεται τη μια μέρα να βάζεις στο εξώφυλλο του «Ρεσάλτο» τη φωτογραφία του Μίκη και την άλλη βάναυσα να τον λοιδορείς. Δε γίνεται τη μια μέρα να ελπίζεις στο φως και την άλλη να γουρουνοδένεσαι με το σκοτάδι. Δε γίνεται τη μια μέρα να προβάλλεις τις απόψεις του και την άλλη να τον ταυτίζεις με τη …Ντόρα!
Είναι αυτή η θαμπούρα απ’ την κακοσυφοριασμένη αιθάλη της Αθήνας που επηρεάζει ανθρώπους και αισθήματα; Είναι η πωρωμένη σκιά του Στάλιν που κατευθύνει ακόμη και σήμερα την εγκληματική παραλυσία των όντων;

Δεν έχω πρόθεση να ενταχτώ στο κίνημα του Θεοδωράκη. Όμως δε μπορώ να πω ότι δε χαίρομαι, όταν ακούω να ξεπετάγονται σπίθες μέσα από τα σπλάχνα της κοινωνίας, είτε αυτές προέρχονται από απλούς ανθρώπους ή από ανεμογέννητους προλάτες πρωτοπόρους. Φτάνει αυτές οι σπίθες να ανάψουν φωτιές, για να καεί τούτο το σάπιο καθεστώς, τούτη η παπανδρεοποιημένη χολέρα. Αν εμείς οι ξεπαρμένοι «κονταροχτυπιόμαστε» μέσα στης πένας τη χλομάδα κι είμαστε ανίκανοι ν’ ανάψουμε μια σπίθα στου καλυβιού μας τη γωνιά, ας αφήσουμε τουλάχιστον κάποιες περήφανες ψυχές να κάνουν αυτό που νομίζουν καλύτερα. Ας μην σηκώνουμε αμάχες κι ας μην πετάμε ανέσπλαγχνες κορώνες, όταν κάποιο κίνημα είναι ακόμη στα σπάργανα και δεν έχει δείξει το πρόσωπό του. Εκτός κι αν η μικρόνοιά μας ενοχλήθηκε, όταν ο Μίκης κάλεσε επίσημα τους Ανεξάρτητους πολίτες σε ΑΝΥΠΑΚΟΗ – ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ, σε κυβερνητικά ή μη σχέδια, που Ηθικά, Εθνικά, Δημοκρατικά, Ιστορικά, κατατείνουν στην υποτέλεια του Ελληνισμού.

Όμως, παρά το αλυσόδεμα, παρά τα μύρια δεινά που μας σωρεύουν, τούτος ο βράχος, που λέγεται Ελλάδα, εκπέμπει την κραυγή του. Και οι κραυγές του Μίκη, και οι κραυγές χιλιάδων αγωνιστών, όποιου χρώματος και νάναι, σε πείσμα κάθε ψωροκύβερνου, σε πείσμα κάθε καθεστωτικού βαρδιάνου, κάποια στιγμή θα ενωθούν, κάποια στιγμή στον άνεμο θα ανεβούν, για ν’ ακουστούν, να πιάσουν τόπο. Γιατί «κι ένας που έχει μυαλό νήπιου καταλαβαίνει, πως τώρα η Ελλάδα στην άκρα του άπατου γκρεμού κοντοζυγώνει»****

* Νίκος Εγγονόπουλος
** Οδυσσέας Ελύτης, «Το Άξιον Εστί»
*** Νίκος Εγγονόπουλος
****Όμηρος (Η, 379-482) , παράφραση.

ΑΝΟΙΧΤΕΣ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ- ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ ΜΙΚΗ

ΑΡΝΗΣΗ: ΣΕΦΕΡΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ

ΠΛΑΤΕΙΑ - Άμεση Δημοκρατία (Real Democracy)